τσιμουδιά — η 1. πολύ αδύνατη φωνή, ψιθύρισμα: Μη βγάλεις τσιμουδιά. 2. ως προστακτικό επιφ. τσιμουδιά!, σιωπή!, ούτε λέξη!, μιλιά!, σουτ! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθιβολή — και ανθιβολή, η 1. αμφιβολία «πάντα ν’ ο φίλος του κοντά κι αθιβολές τού φέρνει» (Ερωτόκριτος Α, 1349) 2. αντίρρηση, φιλονικία παροιμ. «σε καΐκι και σε σπίτι η αθιβολή δε λείπει» 3. ομιλία, συζήτηση «Τις τό λεγε μ’ ευλάβεια και τις με γέλιο πάλι … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
μόκο — επιφών. σιωπή, σκασμός, τσιμουδιά («κάνε μόκο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. moka «φλυαρία» ή ιταλ. moccio «βουβός»] … Dictionary of Greek
σιγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σιγά Α παντελής έλλειψη θορύβου, φωνής ή ήχου, απόλυτη ησυχία, σιωπή («θα τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή για τον πεθαμένο ποιητή») νεοελλ. 1. (ειδικά) η απουσία ομιλίας 2. φρ. α) «τηρώ σιγή ιχθύος» δεν μιλώ καθόλου, δεν βγάζω… … Dictionary of Greek
μιλιά — η 1. η ομιλία, το μίλημα: Όσο και αν τον πίεσα δεν έβγαλε μιλιά. 2. ως επιφών., μιλιά!, σιωπή, ησυχία, τσιμουδιά: Μιλιά, γιατί θα σας δείρω! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)